- ἀσθένεια
- ἡ ἀσθένεια немощь, слабость (ср. мед. астения) (syn. ἡ νόσος)
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
ἀσθενεία — ἀσθενείᾱ , ἀσθένεια want of strength fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθενείᾳ — ἀσθενείᾱͅ , ἀσθένεια want of strength fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθένεια — want of strength fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασθένεια — η (AM ἀσθένεια) [ασθενής] 1. έλλειψη σθένους, αδυναμία σωματική ή ψυχική 2. αρρώστια, νόσος 3. αδυναμία, νοσηρή κατάσταση της ψυχής και του σώματος του ανθρώπου (σε σχέση με τον Θεό) 4. αμαρτία νεοελλ. επιδημία αρχ. η πενία («ἀσθένεια βίου») … Dictionary of Greek
ασθένεια — η νόσος, αρρώστια: Η ασθένειά του είναι στα νεφρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσθενείας — ἀσθενείᾱς , ἀσθένεια want of strength fem acc pl ἀσθενείᾱς , ἀσθένεια want of strength fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτηρίωση — Ασθένεια των φυτών, που οφείλεται σε βακτήρια. Χαρακτηρίζεται κυρίως από τέσσερις τύπους συμπτωμάτων: τους όγκους (όπως ο φυτικός καρκίνος, που προκαλείται από το αγροβακτήριο το ογκοποιό), τις υγρές σήψεις (όπως η σήψη της πατάτας, που… … Dictionary of Greek
ερίνωση — Ασθένεια του αμπελιού που οφείλεται στο μικροσκοπικό άκαρι εριόφυοςφυτόπτης. Το άκαρι αυτό ζει ομαδικά στην κάτω επιφάνεια των φύλλων και προκαλεί στο έλασμα χαρακτηριστικά στρογγυλά κηκίδια, κυρτά και λεία από πάνω, κοίλα, επενδεδυμένα με… … Dictionary of Greek
ψιττάκωση ή ψιττακίαση — Ασθένεια των πτηνών, κυρίως αυτών που ανήκουν στην οικογένεια των ψιττακών (παπαγάλων), αλλά και ορισμένων άλλων ειδών (καναρινιών κτλ.). Εκδηλώνεται με πεπτικές διαταραχές, ανωμαλίες του αναπνευστικού συστήματος και εξασθένηση, συνήθως δε… … Dictionary of Greek
ἀσθενείαι — ἀσθενείᾱͅ , ἀσθένεια want of strength fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρογχίτιδα — Ασθένεια του αναπνευστικού συστήματος που προσβάλλει κυρίως τον βλεννογόνο υμένα των βρόγχων. Οι αιτίες που την προκαλούν είναι πολλές. Προέρχεται κυρίως από λοίμωξη που προκαλεί ο ιός της γρίπης, της ιλαράς, του κοκίτη και πολλών άλλων νοσημάτων … Dictionary of Greek